-
1 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
2 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
3 подпустить
ρ.σ.μ.1. αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει•его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει•
телнка к корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του).
2. ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω•подпустить белил в краску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά•
подпустить масла в воск ρίχνω λάδι στο κερί.
3. λέγω, πετώ•подпустить шутку λέγω ένα αστείο•
подпустить иронию λέγω μια ειρωνία.
-
4 разбавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. αραιώνω• νερώνω•разбавить краску αραιώνω το χρώμα•
разбавить вино, молоко νερώνω το κρασί, το γάλα,
2. μτφ. ελαττώνω, μειώνω την αξία,αραιώνομαι (για υγρά).